- ανορθολογισμός
- οαπόδοση στην Ελληνική του διεθνούς όρου ιρασιοναλισμός*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιρασιοναλισμός ή ανορθολογισμός — Φιλοσοφικό ρεύμα του 19ου και του 20ού αι. Οι εκπρόσωποί του υποστήριζαν ότι η γνώση για τη ζωή και τον κόσμο δεν πηγάζει από τη λογική και τους αντικειμενικούς νόμους που τη διέπουν, αλλά αντίθετα από το καθαρό συναίσθημα, την εμπειρία και την… … Dictionary of Greek
αλογοκρατία — η όρος με τον οποίο αποδόθηκε ο διεθνής όρος ιρασιοναλισμός. Αντ’ αυτού βλέπε το ορθότερο «ανορθολογισμός» που χρησιμοποιείται στα Ελληνικά ως απόδοση τού διεθνούς όρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αλογοκρατία πλάστηκε από τo α ατερητ. + λογοκρατία*] … Dictionary of Greek
ιρασιοναλισμός — και ιρρασιοναλισμός, ο (φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος, η νόηση έχει δευτερεύουσα μόνο σημασία για τη γνώση, γιατί δεν μπορεί να γνωρίσει, τουλάχιστον εντελώς, τη νομοτέλεια, τις ουσιαστικές ιδιότητες και τις αιτιακές σχέσεις… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Μπαρές, Μορίς — (Maurice Barres, Σαρμ σιρ Μοζέλ 1862 – Παρίσι 1923). Γάλλος μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και δοκιμιογράφος. Από τα τέλη του 19ου αι. έως τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο δέσποζε στον ευρύτατο τομέα της γαλλικής διανόησης, που αντιδρούσε στην πνευματική … Dictionary of Greek